Μμμ… μίλα μου για Μασσαλία
Μία από τις αγαπημένες μου πόλεις, μία πόλη που ερωτεύτηκα πολύ πριν τη γνωρίσω και την αγάπησα αμέσως μόλις την πρωτοσυνάντησα. Βαθιά και ακαριαία, σαν κάτι γραφτό, σα να με περίμενε.
Στη Μασσαλία παθαίνεις αυτό το “κάτι”. Χωρίς τρομερά, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, χωρίς μνημειώδη αξιοθέατα, αλλά με πράγματα απλά και πολλές φορές λαϊκά. Υπαίθριες βεράντες, τέχνη του δρόμου, μία σχεδόν καθημερινή ηλιοφάνεια και σπιτικό apéro, δηλαδή ένας συνδυασμός από ποτό, τσιμπολογήματα και φίλους, που οι ντόπιοι επιλέγουν να το “πάρουν” καθισμένοι σε κάποιο από τα πολλά μικρά λιμανάκια, με τα πόδια να κρέμονται στο νερό, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.
Από την πολλή αρχή..
Ο θρύλος λέει πως στην αρχαιότητα η περιοχή κατοικούνταν από φυλές Λιγουρίων και όταν ο Πρωτέας έφτασε εκεί, μαζί με άλλους Φωκαείς, ο αρχηγός μιας φυλής του προσέφερε το χέρι της κόρης του. Ο Πρωτέας δέχτηκε και κάπως έτσι πριν από 2.500 χρόνια και πάνω ιδρύθηκε η πρώτη πόλη-κράτος στο γαλλικό έδαφος. Η ονομασία εικάζεται πως προήλθε από την παράδοση που διατηρούσαν οι Φωκαείς να προσθέτουν το όνομα Μάσσα στις πόλεις τους, δίνοντας εν αγνοία τους ένα όνομα που θα κρατούσε μέχρι τις μέρες μας.
Από τότε και μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει πολλές φορές ακμή και παρακμή, μαύρο θάνατο κατά τον Μεσαίωνα και βομβαρδισμούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και όντας ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια στον ευρωπαϊκό χώρο, η Μασσαλία έχει γίνει η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοεθνών από όλες τις άλλες πόλεις της Γαλλίας. Αυτό μας φέρνει στο πιο γοητευτικό, το πιο σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της, τους ανθρώπους της.
Οι άνθρωποι
Σα χθες θυμάμαι εκείνη την πρώτη βόλτα στο παλιό λιμάνι. Λίγα γαλλικά από δω, λίγα αραβικά από κει, πολλές σκόρπιες γλώσσες, πολύχρωμες παρέες σε γεμάτα καφέ, δυνατές κουβέντες και γέλια να πετούν στον αέρα, η μυρωδιά της θάλασσας, τα γλυκά χρώματα του δειλινού. Όλη η πόλη φλερτάρει διαχέοντας μια ενέργεια τρομερή, μια φασαριόζικη αύρα που σε παρασέρνει σαν κύμα, ενώ οι καπνοί του ναργιλέ σε τυλίγουν σαν το καλό μετάξι.
Όμως πού οφείλεται όλη αυτή η ενέργεια; Γιατί η Μασσαλία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μουντή και μονόχνωτη. Ήδη από το 18ο αι. έχει δεχθεί δεκάδες μεταναστευτικά ρεύματα με το πιο πρόσφατο και μεγαλύτερο το 1962 όταν και πέρασαν το λιμάνι της τουλάχιστον 1.000.000 μετανάστες, κυρίως από την Αλγερία. Ετσι, με την πάροδο των ετών το ⅓ του πληθυσμού της, αποτελείται από μετανάστες κυρίως από Αφρικανούς και Άραβες, αλλά με σημαντικά ποσοστά Ρώσων, Ισπανών, Ιταλών, Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Εβραίων και Κινέζων. Επίσης, όπως μας ενημέρωσε ένας Άραβας οδηγός Uber, οι μετανάστες από το Μαρόκο επιλέγουν περισσότερο τις Κάννες και το Μονακό, ενώ από την Τυνησία τη Μασσαλία.
Όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκύψει ένα κέντρο πολυεθνικό, μια εκρηκτική μίξη πολιτισμών και μία σύνδεση γαλλικής, αραβικής, ελληνικής, αρμενικής, εβραϊκής, βορειοαφρικανικής, ιταλικής και ισπανικής κουλτούρας.
Λόγω αυτής της συμπυκνωμένης πολυπολιτισμικότητάς της, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Δουμάς (Γάλλος συγγραφέας, έργα του οποίου είναι ο Κόμης Μόντε Κρίστο και οι Τρεις Σωματοφύλακες) την αποκαλούσε «σημείο όπου συναντιέται όλη η υφήλιος».
Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό είναι πως η Μασσαλία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το κέντρο της hip hop γαλλικής, μουσικής σκηνής. Ας μην ξεχνάμε πως το hip hop, δημιουργήθηκε σαν είδος από μετανάστες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Έτσι δεν άργησε να υιοθετηθεί και από τους Αφρικανούς μετανάστες της Μασσαλίας, οι οποίοι το έπλασαν και του προσέδωσαν τοπικό χαρακτήρα. Επιπλέον, μια απογευματινή βόλτα στο παλιό λιμάνι σήμερα, σίγουρα θα σε οδηγήσει μπροστά από μία παρέα Αφρικανών με το boombox να τρίζει και τους ίδιους να επιδίδονται σε εντυπωσιακούς freestyle και break dance ρυθμούς.
Η πόλη
Είναι αλήθεια πως τα περασμένα χρόνια η Μασσαλία λόγω της εγκληματικότητας και της έντονης διαφθοράς, δεν είχε και την καλύτερη φήμη κι ακόμα χειρότερα οι Παριζιάνοι θεωρούσαν πως είναι η ντροπή της Γαλλίας. Τα τελευταία 20 χρόνια όμως και μέσα στα πλαίσια – μεταξύ άλλων – της ανάδειξής της ως Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσας το 2013, έχουν γίνει εντατικές εργασίες ανάπλασης με αποτέλεσμα κάποιος που την είχε επισκεφθεί παλαιότερα να δυσκολευτεί πολύ να την αναγνωρίσει σήμερα.
Το πρώτο που βλέπεις δεν είναι άλλο από το παλιό λιμάνι με τις μαρίνες και τα ιστιοπλοϊκά, γύρω από το οποίο οι Μαρσεγιέζοι κάνουν τζόκινγκ, περπατάνε ή κάθονται σε κάποιο από τα καφέ και τα εστιατόρια. Λέω “οι Μαρσεγιέζοι”, αλλά αυτό που εννοώ είναι ένα υπέροχο μείγμα ανθρώπων όλων των φυλών, κάτοικοι της Μασσαλίας – ή μήπως του κόσμου; Επίσης, εδώ έχει και πολλά μαγαζιά με σουβενίρ και σαπούνια Μασσαλίας, που εναλλακτικά μπορείς να προμηθευτείς και από την υπαίθρια αγορά σε πολύ οικονομικές τιμές, όπως και τοπικές λιχουδιές, λουλούδια, αποξηραμένη λεβάντα κτλ. Πριν από την υπαίθρια αγορά είναι η ανοιχτή ψαραγορά η οποία εκτός των συνηθισμένων ψαριών έχει μικρούς καρχαρίες, τεράστιους αστερίες, περίεργα κοχύλια, οστρακοειδή και πεταλίδες συνθέτοντας ένα αλλόκοτο θέαμα “εξωτικής” -στα μάτια μου- ψαριάς, που δύσκολα μπορούσα να πάρω το βλέμμα από πάνω της.
Στη συνέχεια ο δρόμος μας βγάζει στη συνοικία Πανιέ, την χτισμένη πάνω στο λόφο της αρχαιοελληνικής Μασσαλίας. Στενά δρομάκια, χρωματιστά σπίτια, γραφικά καφέ, λουλουδιασμένα μπαλκόνια και το αγαπημένο μου· ρούχα απλωμένα σε σχοινί να λικνίζονται απαλά από το ελαφρύ αεράκι που περνάει ανάμεσά τους διαχέοντας ανά διαστήματα αυτό το άρωμα μπουγάδας, το τόσο αγνό και προσωπικό, σαν κάθε σπίτι να σκορπίζει στην πόλη λίγο από τον εαυτό του. Ολόκληρη η συνοικία θυμίζει περισσότερο χωριό της Προβηγκίας, παρά κομμάτι μεγαλούπολης αν και σε πολλά σημεία τα έντονα γκραφίτι στους τοίχους κυριαρχούν, δίνοντας στο δρόμο φωνή και προσθέτοντας ιδιαίτερο χαρακτήρα στη γειτονιά. Πριν από μερικές μόλις δεκαετίες απαρτιζόταν εξ’ ολοκλήρου σχεδόν από μετανάστες -Ιταλούς, Ισπανούς, Άραβες, Αρμένιους, Αφρικανούς- ο κατάλογος των ξεριζωμένων που αναζητούν μία καλύτερη τύχη είναι μακρύς, ενώ σήμερα είναι περισσότερο στέκι καλλιτεχνών χωρίς να χάνει όμως τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της.
Φυσικά μία βόλτα προς το MUCEM, το φουτουριστικό μουσείο αφιερωμένο στους πολιτισμούς της Μεσογείου, τον κεντρικό καθεδρικό, το Palais Longchamp, ένα εντυπωσιακό ανάκτορο της Μασσαλίας και το Fort Saint-Jean, το φρούριο του Αγίου Ιωάννη ιδανικά προς το ηλιοβασίλεμα, επιβάλλεται.
Η κουζίνα
Τοπικό πιάτο και σήμα κατατεθέν της Μασσαλίας είναι η Μπουγιαμπέσσα, ελληνιστί η δική μας κακαβιά. Ο μύθος εδώ θέλει την Αφροδίτη να τη φτιάχνει τα βράδια στο σύζυγό της τον Ήφαιστο, για να τον ηρεμεί και να μπορεί η ίδια να πηγαίνει να συναντάει τον εραστή της, τον Άρη. Πρόκειται για την πιο γευστική ψαρόσουπα, χρειάζεται μία μέρα για να μαγειρευτεί, έχει μπόλικο σαφράν, ντομάτα, σκόρδο, δάφνη, πράσο, τουλάχιστον 4 είδη ψαριών και πολλή αγάπη.
Θα έλεγε κανείς πως δε νοείται να πας σε ένα μέρος και να μη δοκιμάσεις την τοπική σπεσιαλιτέ, οι τιμές όμως είναι μάλλον απαγορευτικές, αφού μία μερίδα σε ένα εστιατόριο κοστίζει περίπου 65€! Η σημερινή, υπερβολική τιμή της Μπουγιαμπέσσα ωστόσο, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ρίζες της, όχι αυτές που τη θέλουν πιάτο θεών, αλλά αυτές που τη θέλουν ένα ταπεινό, λαϊκό στιφάδο ψαριών της εργατικής τάξης.
Μπορεί με τη Μπουγιαμπέσσα να μη σταθήκαμε τόσο τυχεροί, σίγουρα όμως μας αποζημίωσε το πιο τραγανό και μυρωδάτο κρουασάν βουτύρου με τόσο έντονη γεύση που μπορώ να την ανακαλέσω αμέσως, σα να το γεύομαι εδώ και τώρα, και η πιο νόστιμη κις λορέν, από το μαγαζί ενός Αλγερινού, στο οποίο με παρέσυρε μια φίλη και μου χάρισε την πρώτη, ανεπανάληπτη γνωριμία με την αλμυρή τάρτα.
Κι αν η Γαλλία έχει τα κρασιά της, η Μασσαλία έχει το παστίς της, που είναι πολύ κοντά στο δικό μας ούζο, με γλυκάνισο και γλυκόριζα και ιδιαίτερα διαδεδομένο στο νότο. Θάλασσα, ψαράκι, ήλιος και παστίς. C’est la vie, που λένε και οι Γάλλοι.
Σαπούνι Μασσαλίας
Εδώ τα μαγαζιά που πουλάνε σαπούνι μυρίζουν από χιλιόμετρα και όταν μπαίνεις μέσα συνταντάς όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου! Παραδόξως όμως, το αυθεντικό σαπούνι Μασσαλίας ούτε μυρίζει ούτε έχει χρώματα.
Η κατασκευή του πρωτοξεκίνησε πριν από 600 χρόνια, με βάση αποκλειστικά το ελαιόλαδο και το θαλασσινό νερό της Μεσογείου. Η συνταγή μάλιστα με ελαιόλαδο ήταν τόσο ιερή που ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την προστάτεψε με βασιλικό διάταγμα. Μέχρι τα μέσα του 20 αι. υπήρχαν σχεδόν 130 εταιρείες παρασκευής σαπουνιών, τις αρχές του 2000 όμως, οι σαπωνοποιίες ήταν μόλις 5. Στο βίντεο μπορείς να ρίξεις μια ματιά για το πως μία οικογενειακή σαπωνοποιία κατασκευάζει τα σαπούνια της μέχρι σήμερα με την παλιά, παραδοσιακή τεχνική.
Αργότερα το σαπούνι εξελίχθηκε, το ελαιόλαδο αναμίχθηκε με άλλα φυτικά έλαια, ενώ προστέθηκαν αρωματικά αιθέρια έλαια και χρώματα. Ως αποτέλεσμα σήμερα υπάρχουν δύο πιστοποιημένα είδη σαπουνιών Μασσαλίας. Από τη μία αυτά με καθαρό ελαιόλαδο, γκριζοπράσινα ή στο χρώμα της ώχρας, σκληρά κι άοσμα κι από την άλλη τα πιο μαλακά, με μίξη φυτικών ελαίων σε πολλά χρώματα κι αρώματα, πάντα όμως στο χαρακτηριστικό σχήμα του κύβου.
Οι χρήσεις του σαπουνιού Μασσαλίας είναι πάρα πολλές, από το πλύσιμο των χεριών μέχρι οδοντόκρεμα κι αν έχεις ήδη στο σπίτι σου μπορείς να πάρεις μια ιδέα για τις εναλλακτικές χρήσεις εδώ. Εάν δεν έχεις, αλλά έχεις όρεξη και μεράκι μπορείς να φτιάξεις το δικό σου, δες εδώ πως. Υπολόγισε ότι θα το φτιάξεις σε μια μέρα, αλλά θα χρειαστούν λίγες εβδομάδες μέχρι να ωριμάσει και να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις, θα είναι όμως το καλύτερο και πιο φυσικό δώρο για σένα και τους αγαπημένους σου.
Οι εμπνεύσεις
Η Μασσαλία αποτέλεσε σπουδαία πηγή έμπνευσης και συνεχίζει ακόμα να εμπνέει. Δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς αφού όπως προείπαμε το λιμάνι της την έκανε σταθμό και πατρίδα για εκατομμύρια ανθρώπους.
Έχει γίνει πίνακας για τον Ρενουάρ και τον Πωλ Σεζάν, έχει γίνει σκηνικό ταινίας για τη γαλλική κωμωδία δράσης «Taxi», όπως και για την πρόσφατη σειρά του Netflix «Marseille», με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Άκρως εθιστική, μεταφέρει εξαιρετικά το πνεύμα της πόλης με τα άσχημα και τα ωραία της, όπως ακριβώς κάνει και ο Ζαν-Κλωντ Ιζζό στο αστυνομικό του μυθιστόρημα «η τριλογία της Μασσαλίας», ένα βιβλίο που μόλις το διαβάσεις θα σε κάνει να την αναζητάς απεγνωσμένα.
Μπορεί οι εμπνεύσεις να μην έχουν τέλος, δε θα μπορούσα όμως να παραλείψω τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία και να μην παραθέσω εδώ μια μικρή ιστορία. Το πλοίο όπου ήταν ναύτης ο ποιητής είχε δέσει στη Μασσαλία για αρκετές μέρες. Εκεί ο Καββαδίας ερωτεύτηκε μία όμορφη τσιγγάνα, την Εσμεράλδα. Εκείνες τις μέρες ο Γιώργος Σεφέρης με τον οποίο ήταν φίλοι, σε ένα ταξίδι του έκανε στάση στη Μασσαλία και ο Καββαδίας θέλησε να τον ξεναγήσει στα πορνεία της πόλης και να του γνωρίσει την Εσμεράλδα. Ο Σεφέρης όμως βλέποντας πως τον πηγαίνει στα πορνεία παρεξηγήθηκε κι έφυγε, άλλοι λένε πως ο Καββαδίας ήταν αυτός που ενοχλήθηκε γιατί ο Σεφέρης τον απαξίωσε και δεν ήθελε να γνωρίσει την Εσμεράλδα που ήταν πόρνη, πάντως οι δύο φίλοι έκαναν χρόνια να μιλήσουν.
Κλείνοντας
Η προκυμαία της Μασσαλίας εξακολουθεί να αποπνέει το ρομαντισμό μιας πύλης προς χώρες μακρινές, από μια πόλη που εδώ και αιώνες οι αποχρώσεις της ανθρωπότητας ζουν τη ζωή στο maximum. Θα κλείσω με τα λόγια του σκηνοθέτη Robert Guédiguian: “Η Μασσαλία δεν είναι η Γαλλία. Η Μασσαλία δεν είναι η Προβηγκία. Η Μασσαλία είναι ο κόσμος.”